διαλάλημα

διαλάλημα
το , διαλάλημός ο , διαλάληση [-ις (-εως)] η
1) разглашение, огласка; 2) объявление, обнародование; 3) расхваливание, превознесение; 4) обесчещивание, опорочивание, опозоривание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διαλάλημα" в других словарях:

  • διαλάλημα — το (Μ διαλάλημα) [διαλαλώ] 1. διάδοση, φήμη, κοινολόγηση 2. το διαλαλούμενο, το αναγγελλόμενο 3. διαπόμπευση, διασυρμός …   Dictionary of Greek

  • διαλάλημα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διαλαλώ, η διάδοση με τρόπο στομφώδη, η κοινολόγηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλαλημός — ο (Μ διαλαλημός) [διαλαλώ] νεοελλ. το διαλάλημα μσν. η δημοπρασία …   Dictionary of Greek

  • καταβόησις — καταβόησις, ἡ (AM) [καταβοώ] το να κραυγάζει κάποιος εναντίον κάποιου, η κατακραυγή, η αποδοκιμασία («ἐν αιτίαις ἧν καὶ καταβοήσεσιν, ὡς οὐ καίσαρα καταστρατηγῶν, ἀλλὰ τὴν βουλήν», Πλούτ.) αρχ. 1. κακή φήμη 2. μεγαλόφωνη κραυγή, αναγγελία με… …   Dictionary of Greek

  • προκήρυξη — η / προκήρυξις, ύξεως, ΝΑ [προκηρύσσω] διακήρυξη, γνωστοποίηση μέσω κήρυκα, διαλάλημα, τελάλισμα νεοελλ. 1. επίσημη δημόσια προαναγγελία που αναφέρεται σε μελλοντική ενέργεια (α. «προκήρυξη δημοπρασίας» β. «προκήρυξη διαγωνισμού») 2. έντυπη… …   Dictionary of Greek

  • διαλάληση — η το διαλάλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»